Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
φαρμακόπνευστος
φαρμακοποιΐα
φαρμακοποιός
φαρμακοποιΐα,
ας
(
ἡ
)
[
μᾰ
] confection de drogues (médicaments, poisons,
etc.
)
DL.
7, 117
.
Étym.
φαρμακοποιός
.