φαρμακοποιΐα

φαρμακοποιός

φαρμακοποσία
φαρμακο·ποιός, οῦ (ὁ, ἡ) [μᾰ] qui fabrique des drogues (médicaments, poisons, couleurs pour la teinture, etc.) Eschl. fr. 448.
Étym. φ. ποιέω.