φαρμακοποιός

φαρμακοποσία

φαρμακοποτέω-ῶ
φαρμακο·ποσία, ας () [μᾰ]
1 action de boire une potion, Hpc. Aph. 1249, 1258 ; Xén. An. 4, 8, 21 ; Plat. Leg. 646c, Soph. 227a ||
2 action de boire du poison, Luc. Nec. 18.
Étym. φ. πότος.