φαρμακοποσία

φαρμακοποτέω-ῶ

φαρμακοπωλέω-ῶ
φαρμακο·ποτέω-ῶ [μᾰ] boire une potion, Th. H.P. 9, 15, 4.
Étym. φ. πότος.