φιλοκαλία

φιλοκαλλωπιστής

φιλόκαλος
φιλο·καλλωπιστής, οῦ () [φῐ] qui aime la toilette, coquet, Ptol. Tetr. p. 70.
Étym. φ. καλλωπίζομαι.