φιλόρρυθμος

φιλορρώθων

φιλορρώξ
φιλο·ρρώθων, ωνος (ὁ, ἡ) [] ami des narines, ép. d’une muselière, Anth. 6, 246.
Étym. φ. ῥώθων de *ϝρώθων.