φωταγωγία

φωταγωγός

φωτεινός
φωτ·αγωγός, ός, όν [] qui amène la lumière : subst. ἡ φ. (s. e. θυρίς) Luc. Conv. 20, Dom. 6, etc. fenêtre.
Étym. φῶς, ἄγω.