Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πλαγιότης
πλαγιοφορέομαι-οῦμαι
πλαγιοφύλαξ
πλαγιο·φορέομαι-οῦμαι
[
ᾰ
] être emporté
ou
se mouvoir obliquement,
Sor.
Étym.
πλ. φορέω
.