πλαγιοφορέομαι-οῦμαι

πλαγιοφύλαξ

πλαγιόω-ῶ
πλαγιο·φύλαξ, ακος (ὁ, ἡ) [ᾰῠᾰ] qui couvre ou garde les flancs de l’armée, au pl. DS. 19, 82.
Étym. πλ. φ.