πολυμαθημοσύνη

πολυμαθής

πολυμαθία
πολυ·μαθής, ής, ές [ῠᾰ] qui sait beaucoup, très savant, Ar. Vesp. 1175 ; Plat. Leg. 810e.
Étym. π. μανθάνω.