πολυταρϐής

πολυτειρής

πολυτεκνέω-ῶ
πολυ·τειρής, ής, ές []
1 act. très fatigant, Q. Sm. 4, 120 ||
2 pass. très affligé, Q. Sm. 13, 281.
Étym. π. τείρω.
πολυ·τειρής, ής, ές [] parsemé de constellations, Arat. 604.
Étym. π. τέρας.