προσαγορευτέος

προσαγορευτικός

προσαγορεύω
προσαγορευτικός, ή, όν []
I dont on se sert pour adresser la parole à qqn ou pour saluer, Jos. A.J. 15, 6, 3 ||
II subst. τὸ προσαγορευτικόν :
1 présent de bienvenue, App. Civ. 3, 44 ||
2 vocatif, t. de gr. DL. 6, 67.
Étym. προσαγορεύω.