πρωτόστακτος

πρωτοστάσιον

πρωτοστατέω-ῶ
πρωτοστάσιον, ου (τὸ) [] première place, P. Alex. Apot. 24, p. 53, l. 24 Boer.
Étym. πρωτοστάτης.