πρωτοστάσιον

πρωτοστατέω-ῶ

πρωτοστάτης
πρωτοστατέω-ῶ [] se tenir au premier rang ou en avant, être chef de file, Phil. 2, 109 ; El. tact. 3, 2 ; Hdn rh. Schem. 588, 11.
Étym. πρωτοστάτης.