ψήφισμα

ψηφισματογράφος

ψηφισματοπώλης
ψηφισματο·γράφος, ου () [ᾰᾰ] qui propose (litt. qui rédige) un décret, Ar. Vesp. Arg.
Étym. ψήφισμα, γράφω.