σχετλιασμός

σχετλιαστικός

σχέτλιος
σχετλιαστικός, ή, όν, qui convient à la douleur, qui sert à exprimer la douleur, la plainte, Apsin. (W. 9, 537) ; Sch.-Ar. Nub. 1.
Étym. σχετλιάζω.