Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σιδηρόφρων
σιδηρόχαλκος
σιδηροχάρμης
σιδηρό·χαλκος,
ος, ον
[
ῐ
] fait de fer et de cuivre,
Luc.
Oc.
96
.
Étym.
σ. χαλκός
.