Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σιδηροφόρος
σιδηρόφρων
σιδηρόχαλκος
σιδηρό·φρων,
ων, ον,
gén.
ονος
[
ῐ
] au cœur de fer,
Eschl.
Pr.
242,
etc.
Étym.
σ. φρήν
.