σιδηρόχαλκος

σιδηροχάρμης

σιδηροχίτων
*σιδηρο·χάρμης, dor. σιδαροχάρμας, α [ῐᾱμᾱ] adj. m. qui combat bardé de fer, en parl. de chevaux, Pd. P. 2, 4.
Étym. σ. χάρμα ; cf. χαλκοχάρμης.