σιδηρόπλοκος

σιδηροποίκιλος

σιδηρόπους
σιδηρο·ποίκιλος, ου () [ῐῐ] seul. lat. sideropœcilus, pierre précieuse avec des taches de la couleur du fer, Plin. H.N. 37, 10, 67.
Étym. σ. ποικίλος.