Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σπάραγμα
σπαραγματώδης
σπαραγμός
σπαραγματώδης,
ης, ες
[
πᾰμᾰ
] déchirant, convulsif,
Plut.
M.
130
d
.
Étym.
σπάραγμα, -ωδης
.