σπέρμα

σπερμαγοραιολεκιθολαχανόπωλις

σπερμαίνω
σπερμ·αγοραιο·λεκιθο·λαχανό·πωλις, ιδος () [ᾰγῐᾰᾰ] marchande de graines et de légumes, Ar. Lys. 457.