Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
στραγγαλίς
στραγγαλιώδης
στραγγαλόω-ῶ
στραγγαλιώδης,
ης, ες
[
ᾰ
] tortueux,
fig.
fourbe,
Spt.
Prov.
8, 8
.
Étym.
στραγγαλιά, -ωδης
.