Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
στρατιωτικός
στρατιωτικῶς
στρατιῶτις
στρατιωτικῶς
[
ᾰ
]
adv.
en soldat,
Isocr.
248
e
;
en mauv. part,
c. à d.
brutalement,
Pol.
22, 21, 6
||
Cp.
στρατιωτικώτερον,
Thc.
2, 83
.