στρατοπεδαρχία

στρατοπεδαρχικός

στρατοπεδεία
στρατοπεδαρχικός, ή, όν [] qui concerne la charge de tribun d’une légion, Ptol. Tetr. p. 176a.
Étym. στρατοπεδαρχία.