συστρατηγός

συστρατιώτης

συστρατιῶτις
συ·στρατιώτης, ου () [] compagnon d’armes, Xén. An. 1, 2, 26 ; Hell. 2, 4, 20 ; 5, 3, 17 ; Plat. Rsp. 556c ; Arstt. Nic. 8, 9, 1.