Ταλαός

ταλαπείριος

ταλαπενθής
ταλα·πείριος, ος, ον [ᾰᾰ]
1 qui a subi beaucoup d’épreuves, qui a beaucoup souffert, Od. 6, 193 ; 7, 24 ; 14, 511 ; 17, 84 ||
2 aventurier, vagabond, Anth. 10, 66.
Étym. *τλάω, πεῖρα.