ταλαπείριος

ταλαπενθής

ταλαρίσκος
ταλα·πενθής, ής, ές [ᾰᾰ]
1 qui supporte une affliction, qui est dans le deuil, Od. 5, 222 ||
2 douloureux, pénible, Panyas. (Stob. Fl. 18, 22).
Étym. *τλάω, πένθος.