τανύφυλλος

τανυχειλής

τανύω
τανυ·χειλής, ής, ές [ᾰῠ] aux longues lèvres, d’où au long bec, à la trompe allongée, etc. Q. Sm. 3, 221.
Étym. τανυ-, χεῖλος.