τανύφλοιος

τανύφυλλος

τανυχειλής
τανύ·φυλλος, ος, ον [ᾰῠφ]
1 aux longues feuilles, Od. 13, 102 ||
2 couvert de feuillage, Thcr. Idyl. 25, 221.
Étym. τανυ-, φύλλον.