Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τεκνοποιέω-ῶ
τεκνοποιητικός
τεκνοποιΐα
τεκνοποιητικός,
ή, όν,
qui concerne la procréation d’enfants,
Arstt.
Pol.
1, 3, 2
.
Étym.
τεκνοποιέω
.