τελεσφόρησις

τελεσφορία

τελεσφόρος
τελεσφορία, ας () cérémonie d’initiation, célébration d’un mystère, sacrifice, A. Rh. 1, 917 ; Call. Ap. 77, Cer. 129.
Étym. τελεσφόρος.