τελεσσίγονος

τελεσσιδώτειρα

τελεσσίνοος-ους
τελεσσι·δώτειρα, ας () [] qui procure l’accomplissement, la réalisation, Eur. Her. 899.
Étym. poét. p. *τελεσιδώτειρα de τελέω, δίδωμι.