τελεσσιδώτειρα

τελεσσίνοος-ους

τελεσσίτοκος
τελεσσί·νοος-ους, οος-ους, οον-ουν [] qui accomplit son dessein, Orph. Arg. 1308.
Étym. poét. p. *τελεσίνοος de τελέω, νόος.