Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τέρπω
τερπωλέομαι-οῦμαι
τερπωλή
τερπωλέομαι-οῦμαι,
se réjouir,
c.
τέρπομαι,
Eum.
p. 62
.
Étym.
τερπωλή
.