τερπωλέομαι-οῦμαι

τερπωλή

τερσαίνω
τερπωλή, ῆς () c. τέρψις, Od. 18, 37 ; Archil. 13, 53 ; Thgn. 984 Bgk ; Luc. D. mort. 27, 7 ; Ic. 16.