τεσσαρακοντάπηχυς

τεσσαρακοντάς

τεσσαρακοντήρης
τεσσαρακοντάς, άδος () [ᾰᾰᾰδ] quarantaine, le nombre quarante, Hpc. 256, 23 ; 257, 41.
Étym. τεσσαράκοντα.