τεσσαρακοντάς

τεσσαρακοντήρης

τεσσαρακοντόργυιος
τεσσαρακοντ·ήρης, ης, ες [ᾰᾰ] à quarante rangs de rames, Callix. (Ath. 203e).
Étym. τ. ἐρέσσω.