τεσσαρακοντήρης

τεσσαρακοντόργυιος

τεσσαρακοντούτης
τεσσαρακοντ·όργυιος, ion. τεσσερακοντ·όργυιος, ος, ον [ᾰᾰ] de quarante brasses, Hdt. 2, 148.
Étym. τ. ὀργυιά.