θεοπάτωρ

θεοπειθής

θεόπεμπτος
θεο·πειθής, ής, ές, qui obéit aux dieux, Anth. 1, 119, 25 ; Nonn. Jo. 3, 116 ; 5, 40 ; 8, 128.
Étym. θ. πείθομαι.