τρίδυμος

τριδύστηνος

τριέλικτος
τρι·δύστηνος, ος, ον [] trois fois malheureux, c. à d. très malheureux, Anth. 9, 571, 1, var. τρισδύστηνος.
Étym. τρ. δύστηνος.