τρικόρωνος

τρικότυλος

τρίκρανος
τρι·κότυλος, ος, ον [ῐῠ] qui contient trois cotyles, Hpc. 533, 45 ; Ar. Th. 543 ; Dionys. sinop. et Mén. (Ath. 467d, 472b).
Étym. τρεῖς, κοτύλη.