τρισκαιδεκαφόρος

τρισκαιδεκάχορδος

τρισκαιδεκέτης
τρισκαιδεκά·χορδος, ος, ον [] à treize cordes, Nicom. Harm. 1, p. 21c.
Étym. τρ. χορδή.