Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τρισκαιδεκάχορδος
τρισκαιδεκέτης
τρισκαιδεκήρης
τρισκαιδεκ·έτης,
ου,
adj. m.
c.
τρισκαιδεκαέτης,
Anth.
12, 4
.