τρισκαιδεκέτης

τρισκαιδεκήρης

τρισκαιδεκόργυιος
τρισκαιδεκ·ήρης, ης, ες, à treize rangs de rames ; subst. ἡ τρ. avec et sans ναῦς, Callix. (Ath. 203d); Plut. Demetr. 31, navire à treize rangs de rames.
Étym. τρ. ἐρέσσω.