Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τρισκαιδεκήρης
τρισκαιδεκόργυιος
τρισκακοδαίμων
τρισκαιδεκ·όργυιος,
ou mieux
τρισκαιδεκ·ώρυγος,
ος, ον
[
ῠ
] de treize brasses,
Th.
H.P.
5, 8, 1
.
Étym.
τρ. ὄργυια
.