τυφλῖνος

τυφλοπλαστέω-ῶ

τυφλοπλάστης
τυφλοπλαστέω-ῶ, forger (litt. façonner) des chimères, des fictions, Phil. 1, 521, 654.
Étym. τυφλοπλάστης.