ξενοκτονέω-ῶ

ξενοκτονία

ξενοκτόνος
ξενοκτονία, ας () meurtre d’hôtes ou d’étrangers, DS. 1, 88 ; DH. 1, 41 ; Plut. M. 857a.
Étym. ξενοκτόνος.