ξενηλασία

ξενηλατέω-ῶ

ξενία
ξεν·ηλατέω-ῶ [] bannir les étrangers, Ar. Av. 1012 ; DS. Exc. p. 543, 9 ; fig. Plut. M. 727e.
Étym. ξένος, ἐλατός.