ζημιόω-ῶ

ζημιώδης

ζημίωμα
ζημιώδης, ης, ες, dommageable, ruineux, Xén. Mem. 3, 4, 11 ; Plat. Crat. 417d, Leg. 650a.
Étym. ζημία, -ωδης.